- μικροϋπολογιστής
- ο(πληροφορ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής που υπάγεται στην κατηγορία τών μικρών ψηφιακών υπολογιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microcomputer].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… … Dictionary of Greek
Μάκιντος — (Macintosh). Δημοφιλής σειρά προσωπικών υπολογιστών που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1984 από την εταιρία Apple Computer Corporation. Ο Μ. ήταν από τους πρώτους προσωπικούς υπολογιστές που λειτουργούσε σε γραφικό παραθυρικό… … Dictionary of Greek